- σαμοβάρι
- το(λ. ρωσ.), μετάλλινο σκεύος όπου βράζουν το νερό για το τσάι, τσαγιέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαμοβάρι — το, Ν ρωσικής προελεύσεως μεταλλικό σκεύος αποτελούμενο από βραστήρα και από μια μικρή εστία, στο οποίο βράζει νερό για την παρασκευή τσαγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. samovar «αυτό που βράζει μόνο του» < samo «ίδιος, μόνος του» + variť «βράζω,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
samovar — SAMOVÁR, samovare, s.n. Vas de metal folosit la fiertul apei pentru ceai. – Din rus. samovar. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 samovár s. n., pl. samováre Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic SAMOVÁR samovare n … Dicționar Român